- ἐπιμυκτηρίζω
- ἐπι-μυκτηρίζω, dabei die Nase rümpfen, verhöhnen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επιμυκτηρίζω — ἐπιμυκτηρίζω (Α) φυσώ τη μύτη μου για να εμπαίξω κάποιον, χλευάζω («οἱ δὲ πάλιν ἐπεμυκτήρισαν», Μέν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μυκτηρίζω «χλευάζω» (< μυκτήρ «ρουθούνι» < μύσσομαι «φυσώ τη μύτη μου»)] … Dictionary of Greek
επιμυκτηρισμός — ἐπιμυκτηρισμός, ὁ (Α) [ἐπιμυκτηρίζω] χλευασμός, εμπαιγμός … Dictionary of Greek
επιμυχθίζω — ἐπιμυχθίζω (Α) επιμυκτηρίζω … Dictionary of Greek
επιμύσσω — ἐπιμύσσω (Α) επιμυκτηρίζω … Dictionary of Greek